περφερέες

περφερέες
και πέρφερες, οἱ, Α
οι πέντε θεωροί που συνόδευαν τις Υπερβόρειες κόρες στη Δήλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Περφερέες — masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερβόρειος — α, ο / ὑπερβόρειος, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. υπερβόρεος, έη, ον, Α νεοελλ. αυτός που βρίσκεται στα βορειότερα μέρη τής Ευρώπης ή κατάγεται από τα μέρη αυτά («ξανθή υπερβόρεια καλλονή») αρχ. 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ὑπερβόρειος·προσωνυμία τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”